συστολέας
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι
2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. -έας (πρβλ. προβολ-έας). Η λ., στον λόγιο τ. συστολεύς, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].