τἆλλα

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

German (Pape)

[Seite 1065] od. τἄλλα, zsgz. statt τὰ ἄλλα, Hom., am häufigsten bei den Att., auch als adv., in andrer Hinsicht, im Uebrigen, sonst; über die Accentuation Wolf Anal. II p. 431.

Greek (Liddell-Scott)

τἆλλα: ἢ τἄλλα, κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἄλλα, (ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τεύχ. Ε΄, σ. 24), - τἀμά. ἀντὶ τὰ ἐμά.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὰ ἄλλα, v. ἄλλος.

English (Autenrieth)

see ἄλλος.

Greek Monolingual

Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἄλλα.