τετράπυλος
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
German (Pape)
[Seite 1099] vierthorig, Sp.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράπυλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πύλες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπυλο(ν)
α) οικοδόμημα που έχει είσοδο από τέσσερεις πλευρές
β) (κατά την αρχαιότητα) τετράπλευρο μνημείο του οποίου κάθε πλευρά έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο άνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. πεντά-πυλος].