τρίλια
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα, τριόδια, τριόδα, τρίτσα
2. μουσ. φωνητικό ή οργανικό ποίκιλμα που συνίσταται σε ταχεία εναλλασσόμενη επανάληψη δύο γειτονικών φθόγγων
3. τερέτισμα πουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trillo].