υπερπαραγωγή
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
η, Ν
1. (οικον.) η παραγωγή προϊόντων σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες ή τις προβλεπόμενες·2. θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, συνήθως ιστορικό ή επιστημονικής φαντασίας, με πλούσια και επιβλητικά σκηνικά και ενδύματα, με σκηνές πλήθους, με υψηλό κόστος και, συνήθως, υψηλής πιστότητας ή αληθοφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].