ὑπερώϊος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
η, ον,
A v. ὑπερῷος.
German (Pape)
[Seite 1205] s. ὑπερῷος.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπερῷος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].