ὑπόχευμα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ατος, τό,
A gentle stream, soft sprinkling, v.l. in Pi.P.5.101 (pl.); ὑπὸ χεύμασιν codd. opt.
German (Pape)
[Seite 1239] τό, das Darunter- od. Dazugegossene, Pind. P. 5, 94, von Böckh getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχευμα: ἥσυχον χύσιμον, ῥάντισμα, Πινδ. Π. 5. 135· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. εἶναι ὑπὸ χεύμασιν.