φασόλι

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

το / φασόλιν, ΝΜ, και φασούλι Ν
βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τόσο του καρπού όσο και του σπέρματος της φασολιάς και, κατ' επέκταση, και του φυτού φασολιά, ένα από τα πιο διαδεδομένα και πολύτιμα όσπρια στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασίολος / φασήολος μέσω ενός υποκορ. φασιόλιον. Ο τ. φασούλι, αντί του φασόλι, κατ' επίδραση της υποκορ. κατάλ. -ούλι].