ἀμφιδήριτος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A disputed, doubtful, νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8; μάχη Id.35.2.14.
German (Pape)
[Seite 137] bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδήρῑτος: -ον, φιλονικούμενος, ἀμφίβολος, νίκη Θουκ. 4. 134, μάχη Πολύβ. 35. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
disputé, douteux.
Étymologie: ἀμφί, δηρίομαι.
Spanish (DGE)
-ον
dudoso, incierto νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8, τροφή Corn.ND 28
•reñido μάχη Plb.35.2.14.
Greek Monolingual
ἀμφιδήριτος, -ον (Α) ἀμφιδηριῶμαι
αμφίβολος, διαφιλονικούμενος.
Greek Monotonic
ἀμφιδήρῑτος: -ον (δηρίομαι), αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, νίκη, σε Θουκ.