φιλητός

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλητός Medium diacritics: φιλητός Low diacritics: φιλητός Capitals: ΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: philētós Transliteration B: philētos Transliteration C: filitos Beta Code: filhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8.    II Adv. -τῶς in a friendly spirit, Eust.1490.47.

German (Pape)

[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui mérite d’être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.

Greek Monotonic

φῐλητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φιλέω, αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει αγάπη, σε Αριστ.· τὸ φιλητόν, το αντικείμενο της αγάπης, στον ίδ.