μελανοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοκάρδιος Medium diacritics: μελανοκάρδιος Low diacritics: μελανοκάρδιος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: melanokárdios Transliteration B: melanokardios Transliteration C: melanokardios Beta Code: melanoka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur noir, càd cruel, impitoyable.
Étymologie: μέλας, καρδία.

Greek Monolingual

μελανοκάρδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρός, ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρδία (πρβλ. μεγαλο-κάρδιος)).

Greek Monotonic

μελᾰνοκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρόκαρδος, σε Αριστοφ.