σύγχροος

From LSJ
Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχροος Medium diacritics: σύγχροος Low diacritics: σύγχροος Capitals: ΣΥΓΧΡΟΟΣ
Transliteration A: sýnchroos Transliteration B: synchroos Transliteration C: sygchroos Beta Code: su/gxroos

English (LSJ)

ον, contr. σύγχρους, ουν, (χρόα)

   A of like colour or look, Plb. 3.46.6.    II skin to skin, touching, Posidipp. ap. Ath.13.596d, Nic. Fr.32.

German (Pape)

[Seite 972] zsgz. σύγχρους, gleichfarbig; Posidipp. bei Ath. XIII, 596 d; Pol. 3, 46, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, (χρόα) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ ὁμόχροος, Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 de même couleur, de même aspect;
2 qui touche à, uni.
Étymologie: σύν, χροός.

Greek Monotonic

σύγχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει παρόμοιο χρώμα ή όψη με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος, σε Πολύβ.