ἐγέρσιμος

From LSJ
Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγέρσῐμος Medium diacritics: ἐγέρσιμος Low diacritics: εγέρσιμος Capitals: ΕΓΕΡΣΙΜΟΣ
Transliteration A: egérsimos Transliteration B: egersimos Transliteration C: egersimos Beta Code: e)ge/rsimos

English (LSJ)

ον,

   A from which one wakes, ὕπνος, opp. the sleep of death, Theoc.24.7.

German (Pape)

[Seite 703] ον, erweckbar, ὕπνος, woraus man wieder erwacht, Ggstz des Todtenschlafes, Theocr. 24, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγέρσῐμος: -ον, ἐξ οὗ τις ἐγείρεται, ὕπνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου, Θεόκρ. 24.7· οὕτω καὶ ἐγερτός, ἐγερτὸς πᾶς ὕπνος Ἀριστ. π. Ὕμν. 1.12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on peut se réveiller.
Étymologie: ἐγείρω.

Spanish (DGE)

(ἐγέρσῐμος) -ον
de lo que uno se despierta o levanta γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον ὕπνον Theoc.24.7, ἐγέρσιμον ὕπνον de la muerte de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.20.9, cf. 21.14
subst. ne tu ... desipis admodumque perspicui operis ἐγέρσιμον noscens, creperum satis Mart.Cap.1.2, cf. 9.911.

Greek Monolingual

ἐγέρσιμος, -ον (AM)
«ἐγέρσιμος ὕπνος» — ο ύπνος από τον οποίο σηκώνεται, ξυπνάει κανείς (σε αντίθεση με τον ύπνο του θανάτου).

Greek Monotonic

ἐγέρσῐμος: -ον, αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να ξυπνήσει, ὕπνοςἐγ., αντίθ. προς τον ύπνο του θανάτου, σε Θεόκρ.