βαλλαντιοτομέω
From LSJ
English (LSJ)
A cut purses, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 (βαλ-).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. βαλαντιοτομέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βαλαντιοτομέω Phryn.PS 53.14, S.E.M.2.12
cortar bolsas, hurtar Pl.R.575b, X.Mem.1.262, Plu.2.97e, Phryn.l.c., S.E.l.c.
Greek Monotonic
βαλλαντιοτομέω: μέλ. -ήσω, κόβω μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)άντια, σε Πλατ., Ξεν.