ἔκπεμψις
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A sending out or forth, στρατιᾶς Th.4.85, cf. SIG 285.8. 2 emission, expulsion, πνεύματος Gal.UP6.2.
German (Pape)
[Seite 771] ἡ, die Aussendung. Thuc. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπεμψις: -εως, ἡ, ἀποστολή, στρατιᾶς Θουκ. 4. 85.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἐκπέμπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 envío c. gen. obj. ἡ μὲν ἔ. μου καὶ τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Th.4.85, τῶν ἀναιρησόντων I.AI 9.53
•envío en una misión ἐκύρωσε νόμῳ τὴν ἔκπεμψιν τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.34
•despido, evacuación de una guarnición que ocupaba la ciudad IEryth.21.8 (IV a.C.).
2 fisiol. expulsión ἐκ τοῦ πλεύμονός τε καὶ εἰς τὸν πλεύμονα τήν θ' ὁλκὴν τοῦ πνεύματος ἡ καρδία καὶ αὖθις τὴν ἔκπεμψιν ποιεῖται Gal.3.414.
3 sent. dud., prob. ofrecimiento, consagración de panes, Clem.Al.Strom.6.4.37.
Greek Monolingual
ἔκπεμψις, η (AM)
1. αποστολή σε ξένη χώρα
2. (για το Άγιο Πνεύμα) η εκπόρευση
αρχ.
εξαγωγή.
Greek Monotonic
ἔκπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή προς τα έξω, σε Θουκ.