ἐξαυγής
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ές, (αὐγή)
A dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.
German (Pape)
[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.
Spanish (DGE)
-ές
brillante, resplandeciente πῶλοι ... χιόνος ἐξαυγέστεροι E.Rh.304.
Greek Monolingual
ἐξαυγής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος, πάλλευκος, σε Ευρ.