Ἐρεχθεύς

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐρεχθεύς Medium diacritics: Ἐρεχθεύς Low diacritics: Ερεχθεύς Capitals: ΕΡΕΧΘΕΥΣ
Transliteration A: Erechtheús Transliteration B: Erechtheus Transliteration C: Erechtheys Beta Code: *)erexqeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ, an ancient hero of Attica, first in Il. 2.547, Od.7.81:—hence Ἐρέχθειον, τό,

   A Temple of Erechtheus at Athens, Paus.1.26.5, Plu.2.843e : Ἐρεχθεῖδαι, οἱ, members of the Erechtheid tribe, SIG911.17 : hence, a name of the Athenians, Pi.I. 2.19, E.Med.824 (-εΐδαι, lyr.), etc. : sg. in Ar.Eq.1015,1030:—Ἐρεχθηίς, ίδος, contr. Ἐρεχθῄς, ῇδος, fem. Adj. of Erechtheus, θάλασσα Ἐ. a fountain at Athens sacred to him, Apollod.3.14.1 : also a name of one of the Attic Tribes, IG12.929, D.21.68, etc.    II name of Poseidon at Athens, Plu.2.843b, Lyc.158,431 ; Ποσειδῶνι Ἐρεχθεῖ IG12.580.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐρεχθεύς: έως, Ἐπικ. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖος ἥρως τῆς Ἀττικῆς. «ὃν ποτ’ (ὡς λέγει ὁ Ὅμ.) Ἀθήνη θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν, ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ» (ἐκ τοῦ ἐρέχθω), κατὰ πρῶτον ἐν Ἰλ. Β. 547, Ὀδ. Η. 81· ἐντεῦθεν Ἐρέχθειον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἐρεχθέως ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 1. 26, 6, Πλούτ. 2. 843F· καὶ Ἐρεχθεῖδαι, οἱ, ὡς ἐπώνυμον τῶν Ἀθηναίων, Πίνδ. καὶ Τραγ.· ἑνικῶς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1015. 1030· Ἐρεχθεΐδαι παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 824: - Ἐρεχθηίς, ίδος, θηλ. ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἐρεχθέα, θάλασσα Ἐρ., πηγή τις ἐν Ἀθήναις ἀφιερωμένη εἰς αὐτόν, Ἀπολλόδ. 3. 14, 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55· ὡσαύτως τὸ ὄνομα μιᾶς τῶν φυλῶν τῆς Ἀττικῆς, Ἐρεχθηίδος (Ἐρεχθῇδος Blass) Δημ. 536. 21, κτλ. ΙΙ. ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Ἀθήναις, ὃς τὴν ἱερωσύνην Ποσειδῶνος Ἐρεχθέως εἶχε Πλούτ. 2. 843Β, Λυκόφρ. 158, 431.

French (Bailly abrégé)

έως et έος, épq. ῆος (ὁ) :
Érechthée :
1 surnom de Poséidon;
2 ancien héros et chef d’une des grandes familles de l’Attique.
Étymologie: DELG ἐρέχθω.

English (Autenrieth)

Erechtheus, a national hero of the Athenians, Il. 2.547, Od. 7.81.

English (Slater)

Ἐρεχθεύς king of Athens. πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαη τὸν ἔτευξαν i. e. the Alkmaionidai (P. 7.10)

Greek Monolingual

Ἐρεχθεύς, -έως και επικ. -ῆος, ὁ (Α)
1. αρχαίος ήρωας και βασιλιάς της πόλεως τών Αθηνών, από το όνομα του οποίου και «δῆμος Ἐρεχθῆος»
2. επώνυμο του Ποσειδώνα στην αρχαία Αθήνα («τὴν ἱερωσύνην Ποσειδῶνος Ἐρεχθέως», Πλούτ.).

Greek Monotonic

Ἐρεχθεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, αρχαίος ήρωας της Αττικής (από το ἐρέχθω)· απ' όπου Ἐρεχθεῖδαι, οἱ, ως ονομασία των Αθηναίων, σε Τραγ.