θρόνωσις

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόνωσις Medium diacritics: θρόνωσις Low diacritics: θρόνωσις Capitals: ΘΡΟΝΩΣΙΣ
Transliteration A: thrónōsis Transliteration B: thronōsis Transliteration C: thronosis Beta Code: qro/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,= θρονισμός,

   A enthronement of the newly initiated, at the mysteries of the Corybantes, Pl.Euthd.277d.

German (Pape)

[Seite 1220] ἡ, das auf den Stuhl Setzen; Plat. Euthyd. 277 d θρόνωσιν ποιεῖν περὶ τοῦτον, ὃν ἂν μέλλωσι τελεῖν, von der Aufnahme in die korybantischen Mysterien; der Aufgenommene wurde auf einen Stuhl gesetzt u. von den Korybanten umtanzt.

Greek (Liddell-Scott)

θρόνωσις: -εως, ἡ, = θρονισμός, ὁ ἐνθρονισμὸς τῶν νεωστὶ μυηθέντων εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κορυβάντων, Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 116.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire asseoir (cérémonie d’initiation aux mystères des Corybantes).
Étymologie: θρονόω.

Greek Monolingual

θρόνωσις, ἡ (Α) θρονούμαι
ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων.

Greek Monotonic

θρόνωσις: -εως, ἡ, ο ενθρονισμός των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ.