καταδακρύω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
A bewail, τὴν ἑαυτοῦ τύχην X.Cyr.5.4.31; τινας Id.HG 2.4.22; τινος for one, Suid.: abs., weep bitterly, E.Hel.673.(lyr.), Tim. Pers.151, Plu.Caes.41, etc. II causal, make weep, move to tears, App.Pun.70, BC4.114.
German (Pape)
[Seite 1344] 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.
Greek (Liddell-Scott)
καταδακρύω: θρηνῶ, κλαίω, τὴν τύχην Ξεν. Κύρ. 5. 4, 31· τινος, διά τινα, Σουΐδ.· ἀπολ., κλαίω πικρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 673, Πλουτ. Καῖσ. 41, κτλ. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ δακρύσῃ, κινῶ εἰς δάκρυα, Ἀππ. Καρχηδ. 70, Ἐμφυλ. 4. 94.
French (Bailly abrégé)
verser des larmes.
Étymologie: κατά, δακρύω.
Greek Monolingual
καταδακρύω (Α)
1. κλαίω πικρά («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», Ξεν.)
2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ.
Greek Monotonic
καταδακρύω: μέλ. -σω, θρηνώ, κλαίω, τὴν τύχην, σε Ξεν.· απόλ., κλαίω πικρά, σε Ευρ.