κατιθύνω
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Ion. and Ep. for
A κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15; κῦμα Mosch.2.121; χεῖρα τοξότιν AP6.188 (Leon.); ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 1401] = κατευθύνω, Mosch. 2, 121; Luc. Tragodop. 56; Alcaeus 12 (Plan. 226).
Greek (Liddell-Scott)
κατῑθύνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.
French (Bailly abrégé)
diriger, gouverner.
Étymologie: κατά, ἰθύνω.
Greek Monolingual
κατιθύνω (Α)
ιων. και επιτ. τ. του κατευθύνω.
Greek Monotonic
κατῑθύνω: [ῡ], Ιων. αντί κατ-ευθύνω, σε Ηρόδ.