κεγχροβόλοι

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροβόλοι Medium diacritics: κεγχροβόλοι Low diacritics: κεγχροβόλοι Capitals: ΚΕΓΧΡΟΒΟΛΟΙ
Transliteration A: kenchrobóloi Transliteration B: kenchroboloi Transliteration C: kegchrovoloi Beta Code: kegxrobo/loi

English (LSJ)

οἱ,

   A millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

Greek Monolingual

κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, πυρσο-βόλος.

Greek Monotonic

κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.