κώδεια

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώδεια Medium diacritics: κώδεια Low diacritics: κώδεια Capitals: ΚΩΔΕΙΑ
Transliteration A: kṓdeia Transliteration B: kōdeia Transliteration C: kodeia Beta Code: kw/deia

English (LSJ)

ἡ,

   A head, ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχών Il.14.499; of plants, head, e.g. of garlic, bulb, Nic.Al.432; of the poppy, capsule, Gal. 12.73:—also κωδία, ἡ, dub. in Ar.Fr.117 (κώδυα Harp. Epit., κώδεια Suid.), f.l. for κώδεια in Poll.2.38, for κωδύα in Dsc.4.63 (pl.), Orib. 11 s.v. μικρὰ μήκων, for κώδυια in Arist.Pr.914b27; κώδειον or κυψέλ-ιον, Gloss. (cf. κώδυον); κωδίς, Hsch.; cf. κωδύα, κώδων 11.    II cup shaped like a poppy-head, in form κώδεα, Inscr.Délos298 A169 (pl.), 300 B13 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1540] ἡ, der Kopf, gew. der Mohnkopf, Et. M; Il. 14, 499; Nic. Al. 216; σκορόδοιο Nic. Al. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κώδεια: ἡ, (κόττα) ἡ κεφαλή, ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχὼν Ἰλ. Ξ. 499· ἐπὶ φυτῶν, ἡ κεφαλὴ μήκωνος («παπαρούνας»), Νικ. Ἀλ. 432· οὕτω κωδία, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 166· καὶ ἐπὶ ἄλλων ὁμοίων φυτῶν, Θεοφρ., κτλ.· ὡσαύτως κωδίς, Ἡσύχ.· πρβλ. κωδύα, κώδων ΙΙ. ΙΙ. ἡ κωδία τῆς κλεψύδρας, ἡ κεφαλὴ αὐτῆς ἢ τὸ εὐρὺ αὐτῆς μέρος, Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tête de pavot, d’oignon ; bulbe.
Étymologie: DELG inexpliqué.

English (Autenrieth)

poppy-head, Il. 14.499†.

Greek Monolingual

κώδεια, ἡ (Α)
1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.)
2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. του σκόρδου
3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. της παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυια
οι λ. συνδέονται πιθ. με τα κώδων και κῶος «σπηλιά, φυλακή»].

Greek Monotonic

κώδεια: ἡ, κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).