Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελίκηρον

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκηρον Medium diacritics: μελίκηρον Low diacritics: μελίκηρον Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΟΝ
Transliteration A: melíkēron Transliteration B: melikēron Transliteration C: melikiron Beta Code: meli/khron

English (LSJ)

τό, = foreg. III, Theoc.20.27 (dub.), Poll.1.254, Hsch.    II = foreg. IV, Ps.-Plu. Fluv.19.2.

German (Pape)

[Seite 123] τό, der Honig oder Wachskuchen der Bienen, Theocr. 20, 27. Bei Plut. fluv. 19, 2 eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκηρον: τό, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 20. 27, Πολυδ. Α΄, 254. ΙΙ. = μελικηρὶς IV, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1160C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de vin.
Étymologie: μέλι, κηρός.

Greek Monolingual

μελίκηρον, τὸ (Α)
1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα
2. είδος αμπέλου, μελικηρίς («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους (πρβλ. ρητινό-κηρον)].

Greek Monotonic

μελίκηρον: τό, κερί μέλισσας, κηρήθρα, σε Θεόκρ.