μελίθρεπτος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον,
A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).
German (Pape)
[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).
Greek (Liddell-Scott)
μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].