μητρομήτωρ

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρομήτωρ Medium diacritics: μητρομήτωρ Low diacritics: μητρομήτωρ Capitals: ΜΗΤΡΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: mētromḗtōr Transliteration B: mētromētōr Transliteration C: mitromitor Beta Code: mhtromh/twr

English (LSJ)

Dor. ματρομάτωρ, ορος, ἡ,

   A mother's mother, grandmother, Pi.O.6.84, Ael.NA11.16.

German (Pape)

[Seite 180] ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ μήτηρ τὴς μητρός, μάμμη, προμήτωρ, Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς μήτηρ Ὀδ. Τ. 416.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
grand-mère maternelle.
Étymologie: μήτηρ, redoublé.

Greek Monolingual

μητρομήτωρ, δωρ. τ. ματρομάτωρ, ἡ (Α)
η μητέρα της μητέρας, η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρομήτωρ.

Greek Monotonic

μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, -ορος, ἡ, η μητέρα της μητέρας κάποιου, η από μητέρα γιαγιά του, σε Πίνδ.