ῥόα
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἡ, Ion. and Ep. ῥοιή; later ῥοιά, Arist.Col.796a21, Pr.923b25, al., Thphr.HP1.6.3, al., PHib.1.121.57 (iii B.C.), Gal.6.605:—
A pomegranate-tree, Punica Granatum, Od.7.115, IG11(2).287 A 147 (ῥοαν), 155 (ῥοην) (Delos, iii B.C.). II the fruit, pomegranate, h.Cer.372, 412, A.Fr.363, Ar.V.1268, Hermipp.36, Pl.Lg.845b, Thphr.HP7.13.4, IG11(2).161 B 44 (Delos, iii B.C.), Dsc.1.110. 2 knob shaped like a pomegranate, ῥοιαὶ χρύσεαι, ἀργύρεαι, Hdt.7.41; tassel of like shape,= ῥοΐσκος, LXX 3 Ki.7.18, J.AJ3.7.4, BJ5.5.7.—Cf. σίδη. [Both ῥοά and ῥοιά are oxyt. acc. to Hdn.Gr.1.301, 2.271.]
Greek (Liddell-Scott)
ῥόα: ἡ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ῥοιή· παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἀττ. ῥοιά, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5. 21, Προβλ. 20. 9, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. πόα· - ῥοιά, κοινῶς «ῥῳδιά», Ὀδ. Η. 115, Λ. 589. ΙΙ. ὁ καρπὸς τῆς ῥοιᾶς, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 373, 412, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 328, Ἀριστοφ. Σφ. 1268, Ἀποσπ. 506, Ἕρμιππ. ἐν «Κέρκωψι» 3, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Νόμ. 845Β. 2) κόμβος ἔχων τὸ σχῆμα ῥοιᾶς, ῥοιαὶ χρύσεαι, ἀργύρεαι Ἡρόδ. 4. 143· κροσσὸς ὁμοίου σχήματος, ὡς τό ῥοΐσκος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 4, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7. - Πρβλ. σίδη.
French (Bailly abrégé)
c. ῥοιά.
Greek Monotonic
ῥόᾱ: ἡ, Ιων. και Επικ. ῥοιή, μεταγεν. ῥοιά,
I. ροδιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. καρπός της ροδιάς, ρόδι, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.
2. ρόζος που έχει σχήμα ροδιού, σε Ηρόδ.