συνάχθομαι

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάχθομαι Medium diacritics: συνάχθομαι Low diacritics: συνάχθομαι Capitals: ΣΥΝΑΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: synáchthomai Transliteration B: synachthomai Transliteration C: synachthomai Beta Code: suna/xqomai

English (LSJ)

fut.

   A -αχθεσθήσομαι Aeschin.3.242, Thphr.Char.29.5: aor. opt. -αχθεσθείην D.20.113, etc.:—to be troubled or grieved along with or together, condole with, c. dat. pers., πιεζευμένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Hdt.8.142, cf. Isoc.4.112, 6.103, D.20.113, etc.: c. dat. rei, at a thing, X.Cyr.4.6.5, D.58.59; ἐπί τινι X.Cyr.8.2.2, D.53.7; περί or ὑπέρ τινος Phalar.Ep.85, Thphr.Char.l.c.: also c. gen. rei, because of a thing, Alciphr.1.31; σ. ἢν . . X.Cyr.1.6.24, Smp.8.18.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. ἄχθομαι), sich mit od. zugleich beschweren, betrüben, mittrauern; τινί, Her. 8, 142; Isocr. 1, 26. 4, 112; τῇ πόλει συναχθεσθείην, Dem. Lpt. 113, mit folgdm εἰ; Folgde, wie Plut. consol. ad Apoll. Anf.

Greek (Liddell-Scott)

συνάχθομαι: μέλλ. -αχθέσομαι, ὡσαύτως -αχθεσθήσομαι Αἰσχίν. 88. 22· ἀόρ. -αχθεσθείην Δημ. 491. 10, κτλ.· ἀποθετ. Ἄχθομαι ὁμοῦ μετά τινος, συμπαθῶ, συλλυποῦμαί τινα, μετὰ δοτ. προσ., πιεζομένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Ἡρόδ. 8. 142, πρβλ. Ἰσοκρ. 64Β, 137Β, Δημ. 49Ι. 10, κτλ.· μετὰ δοτικ. πράγμ., διὰ τι πρᾶγμα, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Δημ. 1340. 24· ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Δημ. 1248. 14· περὶ ἢ ὑπέρ τινος Φαλάρ. Ἐπιστ. 85, Θεοφρ. Χαρακτ. 29· ὡσαύτως μετὰ γενικ. πράγμ., ἐξ αἰτίας τινὸς πράγματος, Ἀλκίφρων 1. 31· σ. ἢν ? Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24, Συμπ. 8, 18.

French (Bailly abrégé)

f. συναχθεσθήσομαι, ao. συνηχθέσθην;
s’affliger avec ; τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι, ὑπέρ τινος de qch.
Étymologie: σύν, ἄχθομαι.

Greek Monolingual

Α
1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»].

Greek Monolingual

Α
1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»].

Greek Monotonic

συνάχθομαι: μέλ. -αχθέσομαι και -αχθεσθήσομαι· ευκτ. αορ. αʹ -αχθεσθείην· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, συμπονώ κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για κάτι, σε Ξεν.