σχεδίην

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδίην Medium diacritics: σχεδίην Low diacritics: σχεδίην Capitals: ΣΧΕΔΙΗΝ
Transliteration A: schedíēn Transliteration B: schediēn Transliteration C: schediin Beta Code: sxedi/hn

English (LSJ)

Ep. Adv. formed from the fem. of σχέδιος, of Place,

   A at close quarters, τύψον δὲ σχεδίην Il.5.830: cf. αὐτοσχεδόν.    II of Time, soon, Nic.Al.88; straightway, at once, Babr.57.4 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1054] ep. adv., aus dem fem. von σχέδιος gebildet, in der Nähe, cominus; τύψον δὲ σχεδίην, Il. 5, 830, sc. πληγήν; auch Nic. Al. 88.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδίην: Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ σχέδιος, ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. αὐτοσχεδόν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ταχέως, ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· παραχρῆμα, εὐθύς, ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
de près.
Étymologie: acc. fém. ion. de σχέδιος.

English (Autenrieth)

(ἔχω): fem. adj. as adv., near at hand, in hand to hand fight, Il. 5.830†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. τοπ. από κοντά
2. χρον. α) γρήγορα
β) αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. -ην της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί-ην)].

Greek Monotonic

σχεδίην: Επικ. επίρρ. (από αιτ. θηλ. του σχέδιος
I. λέγεται για τόπο, από κοντά, επί τόπου, Λατ. cominus, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, αμέσως, ευθύς, γρήγορα, σε Βάβρ.