ὑπομίγνυμι
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
German (Pape)
[Seite 1225] (s. μίγνυμι), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω τι εἴς τι, προστίθημί τι εἴς τι δι’ ἀναμίξεως, Λατ. admisceo, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 74D, πρβλ. 71Β· τὸ ὑπομεμιγμένον, τὸ μῖγμα, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 47Α. ΙΙ. ἀμεταβ. καὶ μεταφορ., πλησιάζω κρυφίως, μετὰ δοτ., ὡς εἶχον τάχους ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον Θουκ. 8. 102.
French (Bailly abrégé)
1 tr. ajouter en mêlant, mêler, mélanger, acc.;
2 intr. s’introduire furtivement dans, τινι.
Étymologie: ὑπό, μίγνυμι.
Greek Monolingual
και ὑπομείγνυμι Α μίγνυμι / μείγνυμι]
1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.)
2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», Θουκ.)
β) (μτβ.) προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο («τοῡ καλοῡ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῑν καὶ ὑπομεῑξαι τὸ χρωματικόν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπομεμ(ε)ιγμένον
μίγμα.
Greek Monotonic
ὑπομίγνῡμι: μέλ. -μίξω,
I. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admisceo, τί τινι, σε Πλάτ.
II. αμτβ., πλησιάζω κρυφά ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.