φιλάγραυλος

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάγραυλος Medium diacritics: φιλάγραυλος Low diacritics: φιλάγραυλος Capitals: ΦΙΛΑΓΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: philágraulos Transliteration B: philagraulos Transliteration C: filagravlos Beta Code: fila/graulos

English (LSJ)

ον,

   A fond of the country, Πάν AP6.73 (Maced.), cf. Nonn.D.8.15.

German (Pape)

[Seite 1273] das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάγραυλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀγροτικὸν βίον, Ἀνθ. Π. 6. 73, Νόνν. Δ. 8. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la vie des champs.
Étymologie: φίλος, ἄγραυλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].

Greek Monotonic

φῐλάγραυλος: -ον, αυτός που αγαπά την εξοχή, σε Ανθ.