φορτίς
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ίδος, ἡ, φ. ναῦς ship
A of burden, merchantman, ἔδαφος νηὸς . . φ. εὐρείης Od.5.250, cf. 9.323, Luc.VH1.11, Aret.SD2.13; φ. alone, D.S.16.6, Jul.Or.5.159d, etc.
German (Pape)
[Seite 1301] ίδος, ἡ, sc. ναῦς, Lastschiff, Frachtschiff, Od. 5, 250. 9, 323; übh. Kauffahrteischiff, ein breites Fahrzeug, im Ggstz der schmalen, langen Kriegsschiffe, Antp. Th. 52. 69 (IX, 215. VII, 287).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ναῦς;
vaisseau de transport, navire marchand.
Étymologie: φόρτος.
English (Autenrieth)
ίδος (φόρτος): νηῦς, ship of burden, Od. 5.250 and Od. 9.323. (See cut.)
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
φορτηγό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Greek Monotonic
φορτίς: -ίδος, ἡ, όπως ναῦς φορτηγός, πλοίο φορτηγό, εμπορικό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
φορτίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) грузовой (товарный) корабль Hom., Diod., Luc., Anth.