καταμέτρημα
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ατος, τό,
A unit of measurement, Epicur.Ep.1p.17U.
German (Pape)
[Seite 1363] τό, das Vermessene, die Vermessung, Epicur. bei D. L. 10, 59.
Greek (Liddell-Scott)
καταμέτρημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 59.
Greek Monolingual
το (AM καταμέτρημα) καταμετρώ
καταμέτρηση.
Russian (Dvoretsky)
καταμέτρημα: ατος τό измерение, мера Epicur. ap. Diog. L.