αἰθερώδης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ες,
A like ether, Plu.2.432f, Gal.UP10.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθερώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος αἰθέρι, Πλούτ 2. 432F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. αἰθεροειδής.
Spanish (DGE)
-ες
etéreo, semejante al éter, muy sutil πνεῦμα Plu.2.432f, Gal.3.780, τὸ αἰ. Placit.4.9.10
•del éter οὐσία Ph.1.642, τόπος Posidon. en D.L.7.152, φύσις Heraclit.All.43 (pero cód. αἰθεριώδης q.u.).
Russian (Dvoretsky)
αἰθερώδης: Plut., Diog. L. = αἰθεροειδής.