ἐκπεριπλέω

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεριπλέω Medium diacritics: ἐκπεριπλέω Low diacritics: εκπεριπλέω Capitals: ΕΚΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: ekperipléō Transliteration B: ekperipleō Transliteration C: ekperipleo Beta Code: e)kperiple/w

English (LSJ)

fut. -πλεύσομαι,

   A to sail out round, so as to attack in flank, Plb.1.23.9 ; τὰς σχεδίας J.BJ3.10.9 ; circumnavigate, Λιβύην Arr.An.4.7.5: abs., ib.6.28.6; ταῖς ναυσί Plu.Aem. 15:—Ion. ἐκπερι-πλώω, Arr.Ind.20.1.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πλέω), von einem Orte aus umschiffen; τὸν κόλπον Arr. An. 6, 28, 9; Pol. 1, 23, 9; ταῖς ναυσί Plut. Aem. P. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, περιπλέω ἔξωθεν ὥστε νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. ἐμπεριπλέω: - Ἰων. -πλώω, Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.

French (Bailly abrégé)

naviguer autour.
Étymologie: ἐκ, περιπλέω.

Spanish (DGE)

náut.
I intr.
1 dar un rodeo con las naves para atacar de flanco o por la popa, Plb.1.23.9.
2 terminar el periplo, la circunnavegación ἔστε ἐπὶ τὴν Σουσιανῶν τε γῆν Arr.An.6.28.6.
II tr.
1 rodear τὰς σχεδίας I.BI 3.524, ταῖς ναυσὶ ... ἐκπεριπλεῖν καὶ κυκλοῦσθαι τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων Plu.Aem.15.
2 circunnavegar τὴν Λιβύην Arr.An.4.7.5.

Greek Monolingual

ἐκπεριπλέω (Α)
1. περιπλέω από απόσταση
2. περιπλέω.

Greek Monotonic

ἐκπεριπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, περιπλέω ολόγυρα ώστε να πλήξω τον εχθρό απ' τα πλάγια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεριπλέω: (тж. ἐ. ταῖς ναυσί Plut.) (из какого-л. места) на корабле объезжать, огибать (κατὰ πρύμναν Polyb.; Σικελίαν Plut.).