ἀναρρέω
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
English (LSJ)
A flow, stream back, Pl. Ti.78d; of blood, IG12(7).115 (Amorgos); of smoke, Philostr.Im.2.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, ῥέω ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, δηλ. πρὸς τὰς πηγάς, Πλάτ. Τίμ. 78D.
Spanish (DGE)
1 fluir hacia arriba, subir ὁ καπνός Philostr.Im.2.27, αἷμα δ' ἀνέρρει salía un chorro de sangre, IG 12(7).115.11 (Amorgos II/I a.C.), del agua del mar que en la marea penetra en un río, D.C.60.30.6.
2 refluir τὰ ἐγκύρτια Pl.Ti.78d.
Greek Monolingual
(Α ἀναρρέω) ρέω
ρέω προς τα πίσω ή προς τα επάνω, προς τις πηγές.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρρέω: (fut. ἀναρρεύσομαι) течь обратно Plat.