ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
adv.1 péniblement;2 méchamment;Cp. μοχθηροτέρως.Étymologie: μοχθηρός.
μοχθηρῶς: 1) с трудом, мучительно (διακεῖσθαι, ζῆν Plat.);2) плохо, дурно, неудачно (πολεμεῖν τινι Plut.).