ὑπογνάμπτω

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογνάμπτω Medium diacritics: ὑπογνάμπτω Low diacritics: υπογνάμπτω Capitals: ΥΠΟΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: hypognámptō Transliteration B: hypognamptō Transliteration C: ypognampto Beta Code: u(pogna/mptw

English (LSJ)

   A bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.

German (Pape)

[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.

French (Bailly abrégé)

courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.

Greek Monolingual

Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογνάμπτω: досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH).