περιφορητικός

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφορητικός Medium diacritics: περιφορητικός Low diacritics: περιφορητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphorētikós Transliteration B: periphorētikos Transliteration C: periforitikos Beta Code: periforhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A current, λόγος S.E.M.10.87.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.

Greek (Liddell-Scott)

περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.

Russian (Dvoretsky)

περιφορητικός: общераспространенный, избитый (λόγος Sext.).