λευκώλενος

From LSJ
Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκώλενος Medium diacritics: λευκώλενος Low diacritics: λευκώλενος Capitals: ΛΕΥΚΩΛΕΝΟΣ
Transliteration A: leukṓlenos Transliteration B: leukōlenos Transliteration C: lefkolenos Beta Code: leukw/lenos

English (LSJ)

ον,

   A white-armed, epith. of Hera, Il.1.55, 195, etc.; of Persephone, etc., Hes.Th.913, Pi.P.3.98, etc.; of female slaves, Od.6.239, 18.198, 19.60; λ. λίνον, perh. with a play on λευκόλινον, of a useless woman, Diogenian.6.22.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Ellnbogen, weißarmig, gew. Beiwort der Hera, Hom. u. Hes.; auch Helena u. A., sogar Sklavinnen; Thyone, Pind. P. 3, 98; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λευκώλενος: -ον, ἔχων λευκοὺς τοὺς βραχίονας, ἐπίθετον τῆς Ἥρας, Ἰλ. Α. 55, 195, κτλ.· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ἑλένης, Ἀνδρομάχης, Ἀρήτης, Ὅμ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 913, Πινδ. Π. 3. 176. κλ.· ἐπὶ ἀμφιπόλων, Ὀδ. Ζ. 239, Σ. 198, Τ. 60· λ. λίνον, ἴσως ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ λευκόλινον, ἐπὶ ἀχρήστου γυναικός, Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux coudes blancs, aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, ὠλένη.

English (Autenrieth)

(ὠλένη, elbow, forearm): white-armed; epithet of goddesses and women according to the metrical convenience of their names; ἀμφίπολος, δμωαί, ς 1, Od. 19.60.

English (Slater)

λευκώλενος, -ον
   1 white armed λευκωλένῳ Θυώνᾳ (P. 3.98) λευκωλένου Ἁρμονίας fr. 29. 6. λευκωλένῳ Ἥρᾳ (Pae. 6.87)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκώλενος, -ον)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὠλένη (πρβλ. γλαυκ-ώλενος)].

Greek Monotonic

λευκώλενος: -ον (ὠλένη), αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

λευκώλενος: с белыми локтями, белорукий (Ἣρη, Ἀνδρομάχη, ἀμφίπολοι Hom.).