κεραυνοβολέω

From LSJ
Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβολέω Medium diacritics: κεραυνοβολέω Low diacritics: κεραυνοβολέω Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: keraunoboléō Transliteration B: keraunoboleō Transliteration C: keravnovoleo Beta Code: keraunobole/w

English (LSJ)

   A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3.    II trans., strike therewith, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.

German (Pape)

[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.

Greek Monotonic

κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen.