κύνα

From LSJ
Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

French (Bailly abrégé)

v. κύων.

Greek Monolingual

κύνα, ἡ (Μ)
σκύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

κύνα: αιτ. του κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύνα acc. sing. van κύων.