δήμευσις

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμευσις Medium diacritics: δήμευσις Low diacritics: δήμευσις Capitals: ΔΗΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dḗmeusis Transliteration B: dēmeusis Transliteration C: dimefsis Beta Code: dh/meusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A confiscation of property, θάνατον ἢ φυγὴν ἢ δ. χρημάτων IG12.101.7, cf. Pl.Prt.325c (pl.), D.17.15; δ. alone, Arist. Pol.1298a6; δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν D.21.43; τῆς οὐσίης SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 561] ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δήμευσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
confiscation.
Étymologie: δημεύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
confiscación, incautación pública de bienes, esp. en cont. polít. o judicial, abs. θάνατος καὶ φυγὴ καὶ δ. Arist.Pol.1298a6, σφαγὰς ... ἢ ἐλάσεις ἢ δημεύσεις Luc.Phal.1.3, cf. Plu.2.782c, ὥστε ἐκ τῆς συκοφαντίας αὐτοῦ παθεῖν με δήμευσιν καὶ θλίψιν POxy.2267.8 (IV d.C.), cf. 1101.25 (IV d.C.), IEphesos 39.23 (VI d.C.), φυγαὶ καὶ δημεύσεις Gr.Nyss.Eun.1.123, cf. Basil.Hex.5.2 (p.286), Gr.Naz.M.35.1209C, Synes.Ep.66 (p.113.10), Pall.V.Chrys.20.609
frec. c. gen. δ. χρημάτων Pl.Prt.325c, IG 13.96.7 (V a.C.), Arist.Ath.67.5, δ. τῶν ὑπαρχόντων D.21.43, cf. 17.15, Isoc.18.19, δ. τῆς οὐσίης IMylasa 2.10 (IV a.C.), D.S.18.65, cf. Socr.Ep.7.5, δ. τῶν ὄντων Hld.2.9.3, cf. 6.2.3, δ. περιουσίας App.BC 1.73, κτημάτων ὧν ἐκέκτηντο δημεύσεις D.H.5.13, cf. Lib.Or.22.24, Eus.VC 1.55.3.

Greek Monotonic

δήμευσις: -εως, ἡ, κατάσχεση περιουσίας, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήμευσις -εως, ἡ [δημεύω] verbeurdverklaring.