μαιευτικός
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in midwifery, ib.151c; ἡ μαιευτικὴ τέχνη or ἡ -κή alone, art of delivery, Id.Plt.268b; esp. metaph. of the Socratic method of eliciting from others what was in their minds without their knowing it, Id.Tht.161e, D.L.3.49sq.; οἱ μ. διάλογοι of Plato, such as Alc. 1, La., Ly., Thrasyll.ib.59. Adv. -κῶς Poll.4.208.
Greek (Liddell-Scott)
μαιευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ μαιεύεσθαι, ἔμπειρος εἰς τὸ μαιεύεσθαι, Πλάτ. Θεαίτ. 121C· - ἡ μαιευτικὴ τέχνη ἢ ἡ μαιευτικὴ μόνον, ἡ τέχνη τῆς μαίας· οὕτως ἐκάλει ὁ Σωκράτης τὴν ἰδίαν μέθοδον, δι’ ἧς ἐξῆγεν ἐκ τῶν ἄλλων ὅ,τι ἐκεῖνοι εἶχον ἐν τῷ νῷ αὐτῶν χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζωσιν, αὐτόθι 161E, ἴδε 149A ἑξ., Πολιτικ. 268B, πρβλ. Διογ. Λ. 3. 49 ἑξ.· οἱ μ. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, οἷον Ἀλκιβ. 1, Λάχης, Λῦσις, Θράσυλλ. αὐτόθι 57· πρβλ. μαιεύομαι. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 208.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les accouchements ; ἡ μαιευτική (τέχνη) PLAT l’art de faire accoucher en parl. de la méthode d’enseignement de Socrate, la maïeutique.
Étymologie: μαιεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μαιευτικός, -ή, -όν) μαιεύομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη»)
2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» — οι διάλογοι του Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις, Θράσυλλος.
επίρρ...
μαιευτικώς (Α μαιευτικῶς)
νεοελλ.
σύμφωνα με την άποψη του μαιευτήρα
αρχ.
κατά τη μέθοδο της μαίας.
Greek Monotonic
μαιευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη της μαίας, στη μαιευτική, σε Πλάτ.· ἡ μαιευτικὴ τέχνη ή ἡ -κή (χωρίς το τέχνη), η μαιευτική τέχνη, όνομα που έδινε ο Σωκράτης στην τέχνη του για να αποσπά απο τους άλλους όσα υπήρχαν στο μυαλό τους, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μαιευτικός: досл. родовспомогательный, перен. мэевтический Plat., Diog. L.