ἱμάσθλη
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, (ἱμάς)
A thong of a whip, whip, Il.23.582, Od.13.82, Eranos 13.88(pl.): metaph., νηὸς ἱ., i.e. ship's rudder, AP6.28 (Jul.); later, any thong, Opp.C.4.217.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, der Peitschenriemen, die Peitsche, Il. 23, 582, ἵπποι ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης, Od. 13, 81; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 871; übh. Riemen, wie Opp. Cyn. 4, 217.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάσθλη: ῐ, ἡ, (ἱμὰς) τὸ λωρίον μάστιγος, μάστιξ, Ἰλ. Ψ. 582, Ὀδ. Ν. 82· μεταφ., νηὸς ἱμ., δηλ. τὸ πηδάλιον πλοίου, Ἀνθ. Π. 6. 28· παρὰ μεταγεν., πᾶν λωρίον, Ὀππ. Κυν. 4. 217.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lanière servant de fouet, fouet.
Étymologie: ἱμάσσω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἱμάσθλη, ἡ (Α)
1. μαστίγιο
2. πηδάλιο πλοίου
3. λουρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω
συνδέεται με τον τ. μάσθλης].
Greek Monotonic
ἱμάσθλη: [ῐ], ἡ, λωρίδα μαστιγίου, μαστίγιο, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμάσθλη: (ῐ) ἡ бич, плеть, кнут (ἵπποι ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης Hom.): νηὸς ἱ. Anth. корабельный бич, т. е. весло.