ἀκοινωνησία

From LSJ
Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοινωνησία Medium diacritics: ἀκοινωνησία Low diacritics: ακοινωνησία Capitals: ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ
Transliteration A: akoinōnēsía Transliteration B: akoinōnēsia Transliteration C: akoinonisia Beta Code: a)koinwnhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A non-existence of community of property, Arist. Pol.1236b22.    II unsociableness, Stob.2.7.25.    III lack of community, incompatibility, Dam.Pr.221, 423.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοινωνησία: ἡ, ἔλλειψις κοινωνίας ἢ κοινότητος τῶν ἀγαθῶν, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 12. ΙΙ. τὸ μὴ εἶναί τινα κοινωνικόν, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320. ΙΙΙ. ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς ἱερᾶς κοινωνίας, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1falta de propiedad colectiva ὧν οὐδὲν γίνεται διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν ἀλλὰ διὰ τὴν μοχθηρίαν estos (males) no se deben a que no exista la propiedad colectivizada sino a la maldad Arist.Pol.1263b22.
2 falta de motivos comunes, incompatibilidad Dam.in Prm.221, 423.
3 insociabilidad Stob.2.7.25.
II crist. excomunión Leont.Byz.M.86.1236A.

Greek Monolingual

η (Α ἀκοινωνησία) ἀκοινώνητος
η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών

Russian (Dvoretsky)

ἀκοινωνησία: ἡ отсутствие общности: διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν Arst. вследствие того, что нет общности владения.