ἀναβράσσω
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
Att. ἀναβράττω, aor. subj.
A ἀναβράσῃ Dsc.5.14, boil well, seethe, ἀναβράττω κίχλας Ar. Pax1197; κρέα ἀνέβραττεν ὀρνίθεια Ra.510: abs., ἀναβράττετ', ἐξοπτᾶτε Ach.1005, cf. Dsc.l.c.: metaph., ζωήν . . ζέουσάν τε καὶ ἀναβράττουσαν Dam.Pr.86. 2 throw up, τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arist.Mete.368b29; esp. of the sea, ἅλμη ἀναβρασθεῖσα spray dashed up, A.R.2.566, cf. LXX Wi.10.19. II intr., jump, of chariot, ib.Na.3.2.
French (Bailly abrégé)
1 faire bouillir;
2 faire jaillir, rejeter en bouillonnant.
Étymologie: ἀνά, βράσσω.
Greek Monolingual
ἀναβράσσω και -άττω (Α)
1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού
2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω
3. πηδώ έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + βράσσω.
ΠΑΡ. ἀνάβραση(-ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος].
Greek Monotonic
ἀναβράσσω: Αττ. -βράττω, κυρίως στον ενεστ. βράζω, κοχλάζω, με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβράσσω: атт. ἀναβράττω
1) варить (κρέα Arph.);
2) встряхивать: τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arst. то, что отвеивается во (встряхиваемых) ситах.