ἀνδραγάθημα

From LSJ
Revision as of 16:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραγάθημα Medium diacritics: ἀνδραγάθημα Low diacritics: ανδραγάθημα Capitals: ΑΝΔΡΑΓΑΘΗΜΑ
Transliteration A: andragáthēma Transliteration B: andragathēma Transliteration C: andragathima Beta Code: a)ndraga/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A brave, manly deed, Str.1.2.8, Plu.Sert.10,IG14.951,Jul.Caes.329c, etc.

German (Pape)

[Seite 216] τό, tapfere That, Plut. Sert. 10 u. Sp. Nach Phrynich. att. für κατόρθωμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναία πρᾶξις, Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει κατόρθωμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
belle action.
Étymologie: ἀνδραγαθέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1hazaña Str.1.2.8, Plu.Sert.10, Polyaen.1.18, IUrb.Rom.1.8, Iul.Caes.329c, PHaun.6.34 (II d.C.).
2 buena acción οὔτε θαρρεῖν ἀναγκαῖον ἐπὶ τῷ πλήθει τῶν ἀνδραγαθημάτων οὔτ' ἀπογινώσκειν ἐπὶ τοῖς ἐπταισμένοις Nil.M.79.168A.
II virtud διὰ τοῦτο καὶ ἄνθρωπος γέγονε Χριστός, ἐξ ἀ. τούτου τυχών Origenes Princ.2.6.4, Παμβὼ εἶχε μὲν ἀνδραγαθήματα ... πλεῖστα Pall.H.Laus.10.1.

Greek Monolingual

το (Α ἀνδραγάθημα)
η γενναία πράξη, το κατόρθωμα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναίο κατόρθωμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰγάθημα: ατος τό мужественный и благородный поступок, доблестное дело, подвиг Plut.