εὐανακόμιστος

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανακόμιστος Medium diacritics: εὐανακόμιστος Low diacritics: ευανακόμιστος Capitals: ΕΥΑΝΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euanakómistos Transliteration B: euanakomistos Transliteration C: evanakomistos Beta Code: eu)anako/mistos

English (LSJ)

ον,

   A easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zurückzubringen, θυμός Plut. coh. ira 10; herzustellen, von Kranken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανακόμιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à rappeler ou à ramener.
Étymologie: εὖ, ἀνακομίζω.

Greek Monolingual

εὐανακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)
2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνᾰκόμιστος: досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый (θυμός Plut.).