εὐκέραος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον,
A with beautiful horns, Mosch.2.52; Διόνυσος AP9.827 (Ammon.).
German (Pape)
[Seite 1074] = εὔκερως; Διόνυσος Ammon. 2 (IX, 827); Μήνη Man. 1, 74; βόες Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέραος: -ον, ἔχων ὡραῖα κέρατα, Μόσχ. 9. 52, Ἀνθ. Π. 9. 827· πρβλ. εὔειρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.
Greek Monotonic
εὐκέραος: -ον (κέρας), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. εὔκερως, -ων, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκέραος: Anth. = εὔκερως.