κατάκρημνος

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκρημνος Medium diacritics: κατάκρημνος Low diacritics: κατάκρημνος Capitals: ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: katákrēmnos Transliteration B: katakrēmnos Transliteration C: katakrimnos Beta Code: kata/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.

German (Pape)

[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.

Greek Monolingual

κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].

Greek Monotonic

κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).